παρατέμνειν

παρατέμνειν
παρά-τέμνω
cut
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατέμνω — Α 1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα 2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.) 3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.) 4. κόβω εσφαλμένα, κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”